τυχώνειος

τυχώνειος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τύχωνα Βράχιο, εξελληνισμένο όνομα τού Δανού αστρονόμου-φιλοσόφου Τύχο Μπράχε
2. φρ. «τυχώνειο σύστημα» ή «σύστημα τού Τύχωνος»
(αοτρον.) σχήμα για την περιγραφή τής δομής τού ηλιακού συστήματος που διατυπώθηκε από τον Τύχο Μπράχε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. tychonic, από το όν. τού Δανού αστρονόμου-φιλοσόφου Tycho Brahe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μπράχε, Τίχο — (Tycho Brahe, Κνούντστρουπ 1546 – Πράγα 1601). Δανός αστρονόμος. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Δανία και στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την αστρονομία και έγινε γνωστός για τις παρατηρήσεις του στον Σουπερνόβα, αστέρα που εμφανίστηκε το 1572… …   Dictionary of Greek

  • Τύχων Βράχιος — (Tycho Brahe, Κνούντστρουπ 1546 – Πράγα 1601). Δανός αστρονόμος. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Δανία και στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την αστρονομία και έγινε γνωστός για τις παρατηρήσεις του στον Σουπερνόβα, αστέρα που εμφανίστηκε το 1572… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”