- τυχώνειος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τύχωνα Βράχιο, εξελληνισμένο όνομα τού Δανού αστρονόμου-φιλοσόφου Τύχο Μπράχε2. φρ. «τυχώνειο σύστημα» ή «σύστημα τού Τύχωνος»(αοτρον.) σχήμα για την περιγραφή τής δομής τού ηλιακού συστήματος που διατυπώθηκε από τον Τύχο Μπράχε.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. tychonic, από το όν. τού Δανού αστρονόμου-φιλοσόφου Tycho Brahe].
Dictionary of Greek. 2013.